χορηγήσῃ

χορηγήσῃ
χορηγήσηι , χορήγησις
expenditure
fem dat sg (epic)
χορηγέω
lead a chorus
aor subj mid 2nd sg
χορηγέω
lead a chorus
aor subj act 3rd sg
χορηγέω
lead a chorus
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χορήγηση — η παροχή, καταβολή: Ακόμη περιμένουμε τη χορήγηση του επιδόματος που μας υποσχέθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χορήγηση — η / χορήγησις, ήσεως, ΝΜΑ [χορηγώ] νεοελλ. 1. η ενέργεια τού χορηγώ 2. φρ. «τραπεζικές χορηγήσεις» τα πάσης φύσεως δάνεια που δίνουν οι τράπεζες στους πελάτες τους μσν. αρχ. καταβολή τών δαπανών αρχ. 1. δαπάνη 2. προμήθεια, εφόδιο …   Dictionary of Greek

  • εισπνοοθεραπεία — Χορήγηση φαρμάκων με τη χρήση ειδικής συσκευής, μέσω της οποίας αυτά ψεκάζονται μέσα στις αεροφόρους οδούς, σε μορφή αιωρούμενων μορίων μεγέθους χιλιοστού του χιλιοστομέτρου. Έτσι, κατά την εισπνοή το φάρμακο μπορεί να φτάσει και στα πιο λεπτά… …   Dictionary of Greek

  • βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… …   Dictionary of Greek

  • υπογλυκαιμία — (Ιατρ.). Υπερβολική μείωση του ποσού σακχάρου στο αίμα (κάτω από 70 χιλ.%), που προκαλεί πολύπλοκο σύνδρομο. Συχνότερη αιτία της υ. είναι η θεραπεία με ινσουλίνη, οπότε ο ασθενής καταλαμβάνεται από υπνηλία, που μπορεί να καταλήξει σε… …   Dictionary of Greek

  • αναισθησία — Κατάργησητης αισθητικότητας και συνεπώς του πόνου. Η ανθρωπότητα άρχισε τον δύσκολο αγώνα εναντίον του σωματικού πόνου εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκχυλίσματα βοτάνων και δρόγες που έφερναν ύπνο… …   Dictionary of Greek

  • αναφυλαξία — Η υπερβολική ευαισθησία του οργανισμού σε ουσίες πρωτεϊνικής φύσης, μη τοξικές. Τον όρο α. χρησιμοποίησε πρώτος ο Σαρλ Ρομπέρ Ρισέ, το 1902. Η α. εκδηλώνεται κλινικά μόνο στην περίπτωση που μια τέτοια ουσία εισάγεται για δεύτερη φορά στον… …   Dictionary of Greek

  • τετανία — Κατάσταση αυξημένης διεγερσιμότητας του νευρικού συστήματος. Μπορεί να εκδηλωθεί γύρω στον τρίτο ή τέταρτο μήνα από τη γέννηση ή κατά την εφηβία και αποτελεί το σημαντικότερο σύμπτωμα του υποπαραθυρεοειδισμού. Ο παροξυσμός προκαλείται από… …   Dictionary of Greek

  • Μπάζεντοφ-Φλαϊάνι, νόσος των- — Νόσος του θυρεοειδούς αδένα, που πήρε το όνομά της από τους επιστήμονες που πρώτοι την περιέγραψαν. Ο Ιταλός Φλαϊάνι ανακοίνωσε το 1802 την πρώτη κλινική περίπτωση· ο Γερμανός Καρλ φον Μπάζεντοφ το 1840 συμπλήρωσε την περιγραφή του συνδρόμου στο… …   Dictionary of Greek

  • ένεση — Μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου ή εμβολίου στους ιστούς ή στο αίμα, με τη χρήση κατάλληλου οργάνου. Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής, σε σχέση με τη χορήγηση των φαρμάκων από το στόμα, είναι η δυνατότητα να υπολογίζεται με ακρίβεια η δόση, η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”